- ὑμνῳδάρχης
- ὑμνῳδ-άρχης, ου, ὁ,A choir-master, Jahresh.15.48 ([place name] Notium).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υμνωδάρχης — ὁ, Α ο επικεφαλής τού χορού τών ύμνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑμνῳδός + άρχης*] … Dictionary of Greek